Εντεροσκόπηση
Η εντεροσκόπηση είναι μια ενδοσκοπική εξέταση με την οποία ο ιατρός μπορεί να εξετάσει το λεπτό έντερο με τη χρήση ειδικών εντεροσκοπίων. Το λεπτό έντερο βρίσκεται ανάμεσα στο στομάχι και στο παχύ έντερο. Με την εντεροσκόπηση επιτρέπεται η διάγνωση και η θεραπεία νοσημάτων τα οποία προκαλούν επίμονα συμπτώματα στο πεπτικό όπως η σιδηροπενική αναιμία, η αιμορραγία του πεπτικού, ο κοιλιακός πόνος, οι διαρροϊκές κενώσεις κ.ά.
Εξέταση λεπτού εντέρου
Το λεπτό έντερο έχει μήκος που φτάνει τα 6-7 μέτρα και είναι κυρίως υπεύθυνο για την πέψη των τροφών. Η πρόσβαση στο λεπτό έντερο με τη συμβατική ενδοσκόπηση (γαστροσκόπηση και κολονοσκόπηση) είναι δύσκολη και για αυτόν τον λόγο οι διαγνωστικές εξετάσεις και οι θεραπευτικές παρεμβάσεις ήταν λιγοστές μέχρι πρόσφατα. Από το 2001 και έπειτα νέες ενδοσκοπικές τεχνικές, όπως η ενδοσκοπική κάψουλα και η εντεροσκόπηση, άλλαξαν πλήρως τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε και αντιμετωπίζουμε τα νοσήματα του λεπτού εντέρου και κατέστησαν εφικτή τη διάγνωση, αλλά και τη θεραπεία τους.
Τι είναι η εντεροσκόπηση;
Η εντεροσκόπηση είναι μια επεμβατική μέθοδος με την οποία επιτυγχάνεται η εξέταση του λεπτού εντέρου και η διενέργεια διαγνωστικών ή θεραπευτικών παρεμβάσεων (βιοψίες, καυτηριασμός αγγειακών βλαβών, πολυπεκτομές, διαστολές κ.ά). Η εντεροσκόπηση πλέον είναι αναπόσπαστο τμήμα της ενδοσκοπικής διερεύνησης των ασθενών και η χρησιμότητά της τονίζεται και στις διεθνείς ενδοσκοπικές κατευθυντήριες οδηγίες. Η εντεροσκόπηση συνδυάζεται με την εξέταση της ενδοσκοπικής κάψουλας, καθώς επιτρέπει την αντιμετώπιση των παθολογιών που διαγιγνώσκονται αρχικά με την κάψουλα.
Η εντεροσκόπηση πραγματοποιείται με υποβοηθούμενη προώθηση του ενδοσκοπίου με τη χρήση είτε μπαλονιών (balloon-assisted enteroscopy) είτε μιας σπειροειδούς συσκευής (spiral enteroscopy). Η εξέταση είναι εργώδης και ενίοτε χρονοβόρα, αλλά επιτρέπει την προσεχτική εξέταση του λεπτού εντέρου σε πραγματικό χρόνο (σε αντίθεση με την κάψουλα που επιτρέπει απλώς τη λήψη στατικών εικόνων), τη λήψη ιστολογικών δειγμάτων και, όπου απαιτείται, τη θεραπευτική παρέμβαση.
Πώς πραγματοποιείται η εξέταση;
Η εξέταση πραγματοποιείται σε χειρουργική αίθουσα υπό αναισθησιολογική φροντίδα και απαιτεί συνήθως νοσηλεία μιας μέρας για παρακολούθηση. Πριν την εξέταση απαιτείται ειδική διατροφή, νηστεία ορισμένων ωρών και μερικές φορές χορηγούνται καθαρτικά φάρμακα την παραμονή της εξέτασης.
Η εντεροσκόπηση πραγματοποιείται με τη χρήση ενός λεπτού επιμήκους ενδοσκοπίου που έχει μια κάμερα στην άκρη. Στην περίπτωση της εντεροσκόπησης με χρήση σπειροειδής συσκευής (spiral enteroscopy), η προώθηση επιτυγχάνεται με την απαλή περιστροφή ενός μαλακού σπειροειδούς εξαρτήματος το οποίο προσαρμόζεται στο ενδοσκόπιο και κινείται με τη βοήθεια ηλεκτρικής συσκευής. Η προώθηση του εντεροσκοπίου μπορεί να γίνει δια του στόματος (anterograde) ή δια του πρωκτού (retrograde), ανάλογα με την ένδειξη της εξέτασης.
Πότε χρειάζεται η εξέταση;
Η εντεροσκόπηση χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση πιθανών νοσημάτων του λεπτού εντέρου συνήθως μετά από τη διενέργεια ενδοσκοπικής κάψουλας και μαγνητικής ή αξονικής εντερογραφίας. Συχνότερη ένδειξη είναι η αιμορραγία πεπτικού ή η εμμένουσα σιδηροπενική αναιμία σε ασθενείς με φυσιολογική εξέταση ανωτέρου και κατωτέρου πεπτικού (γαστροσκόπηση και κολονοσκόπηση) και με παρουσία αγγειακών βλαβών στην κάψουλα (π.χ. αγγειοεκτασίες λεπτού εντέρου). Σημαντικό ρόλο έχει στη νόσο του Crohn και συγκεκριμένα στη διάγνωση (λήψη βιοψιών), στην παρακολούθηση και στη θεραπευτική παρέμβαση (διαστολές σε ασθενείς με στενωτική νόσο). Επίσης, ασθενείς με σύνδρομα πολυποδίασης λεπτού εντέρου (π.χ. Peutz-Jeghers) υποβάλλονται σε εντεροσκόπηση για παρακολούθηση και για αφαίρεση των πολυπόδων.
Ποιοι είναι οι πιθανοί κίνδυνοι της εξέτασης;
Η εξέταση από το στόμα (anterograde approach) αντενδείκνυται σε ασθενείς με κιρσούς οισοφάγου ή στομάχου, ελκωτική οισοφαγίτιδα, παρουσία στενώσεων, διάτρηση κ.ά. Αντίστοιχα, η εντεροσκόπηση από τον πρωκτό δεν ενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή ενεργό φλεγμονή στο παχύ έντερο, στενώσεις στο κατώτερο πεπτικό κ.ά.
Καθώς η εξέταση γίνεται με γενική αναισθησία ή βαθιά μέθη, πραγματοποιείται προ-εγχειρητικός έλεγχος για να διαπιστωθεί αν ο/η ασθενής επιτρέπεται να λάβει αναισθησία.
Οι πιθανές επιπλοκές την εντεροσκόπησης είναι αντίστοιχες με κάθε ενδοσκοπικής πράξης. Βιβλιογραφικά επιπλοκές παρατηρούνται μετά από εντεροσκόπηση σε περίπου 1 στα 100 περιστατικά. Η διάτρηση του πεπτικού είναι η βασική ανεπιθύμητη ενέργεια της εντεροσκόπησης. Ιδιαίτερα στην εντεροσκόπηση με τη χρήση της σπειροειδούς συσκευής η πιθανότητα τραυματισμού ή διάτρησης του οισοφάγου ή του εντέρου είναι αυξημένη, καθώς η διάμετρος του ενδοσκοπίου αυξάνεται στο τμήμα όπου βρίσκονται τα πτερύγια. Η περισσότερες διατρήσεις αντιμετωπίζονται ενδοσκοπικά, όμως η χειρουργική παρέμβαση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η αιμορραγία αποτελεί μια ακόμα επιπλοκή και μπορεί να εμφανιστεί μετά από την εντεροσκόπηση. Αν κριθεί σημαντική η αιμορραγία, η χορήγηση αίματος ή σιδήρου μπορεί να χρειαστεί, ενώ σε πιο σπάνιες περιπτώσεις απαιτείται χειρουργική αντιμετώπιση. Επεισόδια παγκρεατίτιδας έχουν αναφερθεί μετά από παρατεταμένες χρονικά εξετάσεις από το στόμα. Τέλος, οι κίνδυνοι της αναισθησίας ή της βαθιάς μέθης αποτελούν κομμάτι των επιπλοκών της εντεροσκόπησης και χρήζουν επεξήγησης από την αναισθησιολογική ομάδα κατά τη διάρκεια του προεγχειρητικού ελέγχου.
Μετά την εντεροσκόπηση ο/η ασθενής μπορεί να έχει ήπιο άλγος στον οισοφάγο και στην κοιλιακή χώρα. Οι ενοχλήσεις αυτές μπορεί να διαρκέσουν 2-3 μέρες και συνήθως απαιτούν χρήση απλών αναλγητικών φαρμάκων, όπως η παρακεταμόλη.
Συχνές ερωτήσεις
- Πόσες ώρες διαρκεί η εξέταση;
Συνήθως 1 με 2 ώρες. Ο/η ασθενής προσέρχεται νωρίτερα στην κλινική για να πραγματοποιηθεί η εισαγωγή και ο προεγχειρητικός έλεγχος και παραμένει μετά την εξέταση για 24ωρη παρακολούθηση.
- Γιατί χρειάζεται η εντεροσκόπηση;
Η εντεροσκόπηση πραγματοποιείται για τη διάγνωση και τη θεραπεία παθήσεων του λεπτού εντέρου. Συνήθως πραγματοποιείται μετά από διερεύνηση με ενδοσκοπική κάψουλα λεπτού εντέρου και απεικονιστικό έλεγχο (αξονική ή μαγνητική εντερογραφία).
- Προκαλεί πόνο ή ενόχληση η εξέταση;
Η εντεροσκόπηση γίνεται υπό αναισθησιολογική φροντίδα (γενική αναισθησία ή βαθιά μέθη) και ο/η ασθενής δεν αισθάνεται κάποια ενόχληση ή πόνο.
- Τι χρειάζεται πριν ή μετά την εξέταση;
Πριν την εξέταση συνήθως απαιτείται νηστεία για μερικές ώρες. Κάποιοι ασθενείς μπορεί να λάβουν καθαρτικά για τον καλύτερο καθαρισμό του εντέρου ειδικά όταν η εξέταση πραγματοποιείται από τον πρωκτό (retrograde approach). Μετά την εξέταση χρειάζεται ανάνηψη και ο/η ασθενής παραμένει για 24ωρη παρακολούθηση.
- Τι βλάβες εντοπίζονται με την εντεροσκόπηση;
Τα πιο συχνά ευρήματα είναι εστίες αιμορραγίας (αγγειοεκτασίες), έλκη, πολύποδες, στενώσεις, μάζες λεπτού εντέρου κ.ά. Η εντεροσκόπηση είναι και θεραπευτική/επεμβατική εξέταση και επιτρέπει τη θεραπευτική αντιμετώπιση αυτών των βλαβών ή/και τη λήψη βιοψιών όπου ενδείκνυται.
- Τι είναι το λεπτό έντερο και πού βρίσκεται;
Το λεπτό έντερο αποτελεί τμήμα του πεπτικού σωλήνα. Βρίσκεται στην περιοχή της κοιλιάς, μετά το στομάχι και πριν το παχύ έντερο. Η βασική του λειτουργία είναι η πέψη και η απορρόφηση των τροφών.
- Ποιο είναι το μέγεθος του λεπτού εντέρου;
Το μήκος του λεπτού εντέρου είναι περίπου 6-7 μέτρα και αποτελείται από τρία τμήματα: τον δωδεκαδάκτυλο, τη νήστιδα και τον ειλεό.
- Υπάρχουν πολλά είδη εντεροσκόπησης;
Ναι, υπάρχουν διαφορετικά ενδοσκόπια τα οποία χρησιμοποιούν διαφορετικούς μηχανισμούς για να προωθηθεί το εντεροσκόπιο στο λεπτό έντερο. Υπάρχουν εντεροσκόπια με μπαλόνια (double and single balloon enteroscopy) και εντεροσκόπιο με σπειροειδή συσκευή (novel motorized spiral enteroscopy).
- Λαμβάνονται βιοψίες κατά τη διάρκεια της εντεροσκόπησης;
Ναι, η εντεροσκόπηση είναι και διαγνωστική και θεραπευτική εξέταση. Βοηθάει στη διάγνωση των νοσημάτων του λεπτού εντέρου και επιτρέπει τη λήψη ιστολογικών δειγμάτων (βιοψίες), αλλά και πιο επεμβατικές πράξεις όπως η πολυπεκτομή, η διαστολή στενώσεων κ.ά.
- Τι κινδύνους έχει η εντεροσκόπηση;
Κυριότερη επιπλοκή της εντεροσκόπησης είναι η διάτρηση του εντέρου σε οποιοδήποτε σημείο του πεπτικού σωλήνα. Ο κίνδυνος αυξάνεται όταν πραγματοποιούνται θεραπευτικές παρεμβάσεις (καυτηριασμός αγγειακών βλαβών, εκτομή πολυπόδων, διαστολές στενώσεων κ.ά.).